- μαζῶνες
- μαζῶνες, οἱ, those who celebrated a festival of Dionysus at Phigalea, Harmod.1, cf. IG5(2).178 ([place name] Tegea).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαζώνες — μαζῶνες, οί (Α) 1. θίασος τών μυστών τού Διονύσου στη Φιγάλεια τής Αρκαδίας 2. τα εορταστικά δείπνα που δίνονταν προς τιμήν τού Διονύσου σε αυτή την περιοχή … Dictionary of Greek